Ἤραος
Look at other dictionaries:
ηραίος — ἡραῑος, αία, ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α) 1. αυτός που ανήκει στην Ήρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῑον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν) ναός τής Ήρας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῑα γιορτή προς τιμήν τής Ήρας 4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῑος (ενν.… … Dictionary of Greek