Ἤραος

Ἤραος
Ἤραος,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηραίος — ἡραῑος, αία, ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α) 1. αυτός που ανήκει στην Ήρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῑον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν) ναός τής Ήρας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῑα γιορτή προς τιμήν τής Ήρας 4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῑος (ενν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”